- ξουρίζω
- βλ. ξυρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξούρα — η 1. το ξύρισμα («πάτησε μια ξούρα» έκανε ένα καλό ξύρισμα) 2. μτφ. ψευτιά, περιαυτολογία («όλο ξούρες τής λέει για να τήν πείσει»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξουρίζω. Η λ. με τη δεύτερη σημ. υποχωρητικά από το ουσ. ξούρας] … Dictionary of Greek
ξυρίζω — και ξουρίζω (Α ξυρίζω) [ξυρόν] κόβω με ξυράφι ώς το δέρμα τις τρίχες διαφόρων μερών τού σώματος, κυρίως τού προσώπου νεοελλ. 1. (για παγερό άνεμο, ιδίως για τον βοριά) είμαι σφοδρός και παγερός, πνέω με ψυχρές ριπές 2. ταλαιπωρώ κάποιον… … Dictionary of Greek